- μαρμαράδικο
- το мастерская или магазин мраморщика
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαρμαράδικο — το [μαρμαράς] 1. το εργαστήριο τού μαρμαρά, όπου γίνεται η κατεργασία τών μαρμάρων, μαρμαρογλυφείο, μαρμαρουργείο 2. κατάστημα ή πρατήριο ή μάντρα όπου πωλούνται μάρμαρα … Dictionary of Greek
μαρμαράδικο — το εργαστήριο όπου κατεργάζονται και πουλιούνται μάρμαρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαρμαρογλυφείο — το το εργαστήριο τού μαρμαρογλύπτη, το μαρμαράδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρμαρογλύφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
μαρμαρουργείο — το [μαρμαρουργός] το εργαστήριο τού μαρμαρογλύπτη, μαρμαράδικο, μαρμαρογλυφείο … Dictionary of Greek